Τα τραπέζια είχαν γεμίσει πολύ ώρα πριν το σφύριγμα της έναρξης. Οι γαλανόλευκες σημαίες μπερδεύουν και τον πιο εξοικειωμένο. Αργεντίνικες με τον χρυσό ήλιο στη μέση, μαζί με ελληνικές με τον σταυρό, είχαν γεμίσει από νωρίς το μικρό στενό στο Θησείο. Το Αργεντίνικο στέκι της Αθήνας σφύζει από ζωή. Όλοι περιμένουν να δουν τον αγώνα της βδομάδας. Ελλάδα – Αργεντινή. Το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση είναι η απίστευτη ενεργητικότητα που διακατέχει τους πάντες. Οι Αργεντίνοι δεν περιμένουν να δουν απλώς «μπάλα», περιμένουν να δουν ένα σόου.
Το δεύτερο πράγμα που τραβάει το μάτι το συνειδητοποιείς λίγο μετά. Έχοντας όλα τα ποδοσφαιρικά κλισέ να σε κυνηγούν, κλισέ που ξεκινούν από την βραζιλιάνικη τρίπλα και φτάνουν στις πανέμορφες Βραζιλιάνες, ξεχνάς προς στιγμήν να δεις μπροστά σου. Αλλά κάποια στιγμή η πραγματικότητα σε ξυπνά. Από τους 200 περίπου Αργεντίνους που βρίσκονται στο «στέκι», 70 περίπου είναι γυναίκες. Και η μία είναι πιο όμορφη από την άλλη. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω βρεθεί σε έναν χώρο με τόσες όμορφες γυναίκες. Γυναίκες με χαρακτηριστικά που προδίδουν πως η Αργεντινή υπήρξε ένα χωνευτήρι πολιτισμών. Κατάξανθες παρουσίες, με κασκόλ της «Αρχεντίνα» στο λαιμό, να χορεύουν από την πρώτη στιγμή δίπλα σε μελαμψές λατίνες που βάζουν κάτω τις περισσότερες βραζιλιάνες. Τέλος. Οι Αργεντίνες είναι από τις ομορφότερες γυναίκες που υπάρχουν.
Η τεράστια οθόνη παρουσιάζει τις ομάδες που μπαίνουν στο γήπεδο. Το παιχνίδι ξεκινά. Χειροκροτήματα για κάθε παίκτη που εμφανίζεται. Έλληνα ή Αργεντίνο. Σεβασμός απόλυτος, καθώς αρκετοί στο μαγαζί είχαν συγγενείς μακρινούς, ελληνικής καταγωγής. Ο σεβασμός και η αντικειμενικότητα σταματά μόλις εμφανίζεται στην οθόνη ο Ντιέγκο. Ακολουθεί η αποθέωση. Όλοι όρθιοι, να χειροκροτούν το ιερό τέρας του αργεντίνικου ποδοσφαίρου. «Ντιέγκο, Ντιέγκο» είναι το μόνο που ακούς και καταλαβαίνεις απόλυτα την σχέση αγάπης και μίσους που τρέφουν για αυτή την sui generis ποδοσφαιρική παρουσία.
«Ποιος λες να νικήσει;» ρωτάω την Νατάλια που στέκεται δίπλα μου με το κασκόλ της «Αρχεντίνα στο μέτωπο», που όλως τυχαίως είναι μια πραγματική οπτασία. «Τι θέλεις να πεις;» μου απαντά ειλικρινά «Εμείς δεν ξεκινάμε ένα παιχνίδι με υποθέσεις. Εμείς ξεκινάμε ένα παιχνίδι με σκοπό να νικήσουμε» με αποστομώνει και μου ρίχνει ένα απίστευτο χαμόγελο.
Ξεπερνώντας την ψυχρολουσία της άμεσης απάντησης, συνεχίζω να παίρνω απόψεις. Αυτή τη στιγμή κάπως πιο αποστασιοποιημένος. «Ποιος θα το πάρει το μουντιάλ; Αργεντινή, Βραζιλία, ή Αγγλία» ρωτάω μια ακόμα ομορφότερη Αργεντίνα. Η απάντηση που παίρνω σε άπταιστα ελληνικά με παγώνει. «Ελπίζω η Αργεντινή φυσικά. Πάντως σε καμία περίπτωση η Αγγλία. Να μας δώσουν πρώτα τα νησιά μας και μετά ας πάνε να μάθουν μπάλα». «Α, για τα Φόκλνατς μιλάς;» ρωτάω, ενώ καλύτερα να κατάπινα τη γλώσσα μου. «Το παγωμένο βλέμμα της, γλυκαίνει μόλις καταλαβαίνει πως η άγνοιά μου είναι αληθινή. Και συνεχίζοντας στα ελληνικά με αποτελειώνει. «Ίσλας ντε Μαλβίνας λέγονται. Φόκλαντς τα βαφτίσανε οι Άγγλοι»
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και βλέπουμε το πρώτο γκολ της Αργεντινής
Πραγματικός χαμός. Όλο το μαγαζί χορεύει, αγκαλιάζεται και τραγουδά «Αρχεντίνα, Αρχεντίνα». Ο αγώνας είναι για αυτούς απόλαυση. Δεν ξέρω πως θα ήταν κάτι αντίστοιχο φυσικά σε κάποιο μαγαζί στην Μπόκα, αλλά στο Θησείο, στην Αθήνα, ήταν ο καλύτερη βραδιά του Μουντιάλ. Όχι μόνο επειδή παίξαμε άξια και πιστέψαμε όλοι πως το όνειρο είναι δυνατό για 70 λεπτά απέναντι σε μία ομάδα σαν την Αργνενινή, αλλά γιατί έβλεπες ανθρώπους να χειροκροτούν τις ευκαιρίες της ελληνικής ομάδας. Όχι από ευγένεια. Από αγάπη για τον αγώνα που έβλεπαν. Χειροκροτούσαν κάθε τι που έδινε ενδιαφέρον στο παιχνίδι. Ακόμα και αν ερχόταν από την αντίπαλη ομάδα.
Το τέλος του αγώνα γνωστό. Εκεί όμως στο Θησείο, το τέλος ήρθε ώρες αργότερα. Όταν κουραστήκαμε από τον χορό και οι φωνές μας βάρυναν από το τραγούδι. Φεύγοντας με χαιρετούσαν όλοι. Με το μικρό μου όνομα. Ζήτημα να είχα συστηθεί με τρία – τέσσερα άτομα. Είχανε φροντίσει να διαρρεύσει το όνομά μου και η δημοσιογραφική μου ιδιότητα. Ο λόγος ήταν για να με βοηθήσουν στην καταγραφή της αργεντίνικης ατμόσφαιρας στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα με τόσους Αργεντίνους. Περπατώντας στην Αποστόλου Παύλου, θλιμμένος για την ήττα μας, μουρμούρισα «Αρχεντίνα, Αρχεντίνα». Ήταν γλυκιά η ήττα τελικά. Πιο γλυκιά τουλάχιστον από όσο θα μπορούσε να είναι.
Μαραντόνα, τάνγκο και ποδόσφαιρο από την Αργεντινή στην Αθήνα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου