Ο διάσημος συγγραφέας Bernard Hare βίωσε μία περίεργη ιστορία το 1982. Μία γνωριμία τον έκανε να κατανοήσει διαφορετικά τη ζωή και να αντιμετωπίζει με κατανόηση τους συνανθρώπους και τους συναδέλφους του. Μία ιστορία - μάθημα ζωής για χιλιάδες νέους. Η ιστορία δημοσιεύεται σήμερα, ανήμερα Χριστουγέννων στο BBC
Λίγα χρόνια αργότερα, ο τότε φοιτητής που ζούσε βόρεια του Λονδίνου στην Αγγλία, αποφασίζει να διηγηθεί με λεπτομέρεια την ιστορία, προκειμένου να εμπνεύσει δεκάδες νέους, που ζουν σε μία ιδιαίτερα δύσκολη εποχή.
Η ιστορία που ακολουθεί αποτελεί την κατάθεση ψυχής του συγγραφέα και ένα μάθημα για τις επόμενες γενιές:
Λονδίνο 1982
Νωρίς το απόγευμα σήμερα, η αστυνομία κάλεσε στο σπίτι μου, αλλά δεν απάντησα. Είχα μέρες να πληρώσω το ενοίκιο και ήμουν σίγουρος ότι το τηλεφώνημα, θα σήμανε και την έξωσή μου από το σπίτι.
Μετά από κάποια λεπτά βέβαια, σκέφτηκα: «Και αν πρόκειται για τη μητέρα μου; Αν έπαθε τίποτα κακό;». Τον τελευταίο καιρό άλλωστε, δεν αισθάνονταν και πολύ καλά.
Τα κινητά τηλέφωνα δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί και στο σπίτι που έμενα σαν νεαρός φοιτητής, δεν υπήρχε καν σταθερό τηλέφωνο.
Έτρεξα αμέσως στον πλησιέστερο τηλεφωνικό θάλαμο. Σχημάτισα το νούμερο του πατρικού μου σπιτιού στο Leeds και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, στην άλλη άκρη του τηλεφώνου, η φωνή του πατέρα μου, που έβγαινε μετά δυσκολίας, ακούστηκε να λέει: «Γύρνα σπίτι γιε μου. Η μητέρα σου δεν είναι και πολύ καλά. Τη μεταφέραμε στο νοσοκομείο και οι γιατροί αμφιβάλλουν αν θα τα καταφέρει να ζήσει για πολύ ακόμα».
Έκλεισα το τηλέφωνο σχεδόν σοκαρισμένος από τη δυσάρεστη είδηση. Έτρεξα στο σιδηροδρομικό σταθμό. Δεν κατάφερα όμως να προλάβω το τελευταίο τρένο για Leeds. Έκλεισα εισιτήριο για το επόμενο, που θα με οδηγούσε στην περιοχή του Peterborough και από εκεί θα έπαιρνα άλλο τρένο για τον τελικό προορισμό μου.
Η απόγνωση και η αγωνία μου να φτάσω σπίτι ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Ωστόσο, τα ελάχιστα χρήματά μου δεν έφταναν για να πάρω ταξί από το Peterborough μέχρι το σπίτι των γονιών μου και την αγκαλιά της μητέρας μου. Θα μπορούσα να κάνω auto stop, μέχρι και να κλέψω χρήματα, προκειμένου να φτάσω στο σπίτι και να δω την μητέρα μου για τελευταίο φορά.
Επιβιβάστηκα στο τρένο και την ώρα του ελέγχου των εισιτηρίων, ο υπεύθυνος κοντοστάθηκε δίπλα μου και με ρώτησε: «Μήπως δεν αισθάνεστε καλά; Σας συμβαίνει τίποτα;». Τα μάτια μου ήταν κόκκινα, φαινόμουν κουρασμένος και η αγωνία σίγουρα με είχε καταβάλλει. «Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;».
«Ναι θέλω κάτι. Να κοιτάξετε τη δουλειά σας και μην ασχολείστε με άλλους», ήταν η απάντησή μου, καθώς δεν είχα όρεξη να ανοίξω κουβέντα.
«Εάν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι πάντως, θα το κάνω με προθυμία. Αυτή είναι η δουλειά μου και γι’ αυτό άλλωστε, αμείβομαι», συνέχισε επίμονα ο εισπράκτορας.
Αν και στην αρχή σκέφτηκα να του μιλήσω σκληρά, προκειμένου να καταλάβει ότι δεν έχω διάθεση να μιλήσω σε κανέναν, αργότερα κατάλαβα ότι δεν είχε και πολύ άδικο. Περνούσα όλα τα στάδια της θλίψης ταυτόχρονα: άρνηση, θυμό, ενοχή, απογοήτευση, τα πάντα… εκτός από αποδοχή και κατανόηση για τους άλλους.
Ωστόσο, λίγα λεπτά αργότερα, αποφάσισα να του πω όλη την αλήθεια και να του διηγηθώ την προσωπική μου ιστορία, προκειμένου να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε μαζί μου.
«Κοιτάξτε, η μαμά μου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Οι γιατροί δεν της έδωσαν πολλά περιθώρια ζωής και είπαν πως μπορεί να μην βγάλει την βραδιά. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα προλάβω τη σύνδεση από το Peterborough στο Leeds. Και η ανάγκη να φτάσω σπίτι απόψε κιόλας το βράδυ είναι μεγάλη. Ή σήμερα ή ποτέ. Και είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που δεν με αφήνετε μόνο, αλλά δεν έχω καμία όρεξη να το συζητήσω άλλο. Είμαι αρκετά αναστατωμένος», του εξήγησα ευγενικά.
«Θα σε αφήσω μόνο σου, αγόρι μου. Οι στιγμές που περνάς είναι πραγματικά δύσκολες. Εύχομαι να προλάβεις την ανταπόκριση των τρένων και να φτάσεις έγκαιρα στον προορισμό σου», μου απάντησε ανήσυχα ο ίδιος.
Έμεινα μόνος και εξακολουθούσα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο το σκοτάδι που γίνονταν ανυπόφορο. Όμως η ηρεμία κράτησε για λίγο.
Την αναζήτηση της προσωπικής μου γαλήνης διέκοψε και πάλι η φωνή του ελεγκτή. Δέκα μόλις λεπτά αργότερα, ο ελεγκτής επέστρεψε, μού άγγιξε το χέρι και ψιθυριστά μου είπε: «Ακούστε με προσεχτικά. Όταν φτάσουμε στο Peterborough, κατευθυνθείτε άμεσα στην πλατφόρμα 1. Το τρένο για το Leeds θα σας περιμένει εκεί».
Έμεινα άναυδος από την πρόταση του ελεγκτή. Με αφέλεια τον ξαναρώτησα: «Έχει κάποια καθυστέρηση το τρένο; Τι ακριβώς έχει συμβεί;».
«Δεν υπάρχει καμία καθυστέρηση στα δρομολόγια. Απλά επικοινώνησα με τον οδηγό της αμαξοστοιχίας. Τού εξήγησα τι ακριβώς συμβαίνει και προθυμοποιήθηκαν να σταματήσουν το τρένο για εσάς. Θα σας περιμένουν. Η αναχώρηση θα πραγματοποιηθεί μονάχα μετά την επιβίβασή σας σε αυτό», τόνισε ο υπάλληλος.
Και συνέχισε: «Αν και είμαι σίγουρος ότι οι λοιποί επιβάτες θα παραπονιούνται για την καθυστέρηση της αναχώρησης, αυτό που έχει πρώτιστη σημασία είναι να φτάσετε στον προορισμό σας. Αυτό μετράει τώρα», είπε ο ελεγκτής και συνέχισε τη δουλειά του. Λίγα βαγόνια παρακάτω η φωνή του ακούγονταν καθαρά: «Τα εισιτήριά σας παρακαλώ!».
Δεν είχα πραγματικά λόγια να τον ευχαριστήσω. Έτρεξα να τον προλάβω. Να τον βρω και να του δώσω ό, τι αξίας αντικείμενο είχα πάνω μου. Τα κλειδιά του σπιτιού μου, το δίπλωμα οδήγησης, τα ελάχιστα χρήματα μου… αλλά ήξερα ότι με την κίνησή μου αυτή, θα προσβάλλονταν. Η γνώμη μου για τον γνωστό – άγνωστο είχε αλλάξει ριζικά.
Συνέλαβα τον εαυτό μου να τρέχει στους διαδρόμους του σιδηρόδρομου σαν τρελός. Μόλις τον εντόπισα, ανάμεσα σε δεκάδες ανθρώπους, τον άρπαξα από το χέρι και ψέλλισα μερικές λέξεις: «Εμ… ήθελα μόνο να σας πω ότι...».
«Δεν είναι ανάγκη να μου πεις τίποτε άλλο. Καταλαβαίνω πόσο υπόχρεος νιώθεις», είπε, με το ζεστό χαμόγελό του και γεμάτος κατανόηση.
Πριν γυρίσει την πλάτη του και απομακρυνθεί, μου είπε μόνο μία φράση: «Για να με ευχαριστήσεις, υπάρχει τρόπος. Την επόμενη φορά που θα δεις κάποιον συνάνθρωπό σου να έχει πρόβλημα, θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα κάνεις τα πάντα για να τον βοηθήσεις και ότι δεν θα τον εγκαταλείψεις. Και αν αναζητήσουν και εκείνοι τρόπο να σε ευχαριστήσουν, απάντησέ τους με τον ίδιο τρόπο. Και τότε θα δεις πόσο καλύτερος θα γίνει ο κόσμος μας».
Έφτασα στο σπίτι νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας. Ήμουν στο πλευρό της μητέρας μου, όταν άφησε την τελευταία της πνοή και ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι για τον άλλο κόσμο.
Ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ να μην θυμάμαι τον άνθρωπο εκείνης της βραδιάς, που ούτε το όνομά του δεν κατάφερα να μάθω και με τη βοήθεια του οποίου κατάφερα να φτάσω έγκαιρα στον προορισμό μου.
Η συνάντησή μου με τον καλό Σαμαρείτη, με μετέτρεψε από έναν εγωιστή, σε ένα αξιοπρεπές και ταπεινό ανθρώπινο ον, αλλά χρειάστηκε χρόνος. Και μάλιστα αρκετός.
«Τον έχω ξεπληρώσει για την εξυπηρέτησή του χιλιάδες φορές από τότε. Καθημερινά λέω στους νέους ανθρώπους, με τους οποίους συνεργάζομαι και θα συνεχίσω να το κάνω μέχρι την ημέρα που θα πεθάνω, ότι, δεν μου χρωστούν τίποτα. Τίποτα απολύτως. Αλλά αν νομίζετε ότι μου οφείλετε πολλά, θα σας δώσω το συμβουλή που ο καλός εισπράκτορας έδωσε και σε εμένα:
«Μεταφέρετε το μήνυμα της αλληλοκατανόησης και της αλληλοβοήθειας παντού».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου