Ένας φυγόδικος Σέρβος τραπεζίτης που καταζητούταν από το 2007 με κατηγορίες για διακεκριμένη απάτη και κλοπή 130 εκατομμυρίων δολαρίων, μέσω του γνωστού συστήματος Ponzi (“πυραμίδα”), που έφερε στο χείλος του γκρεμού τις οικονομίες πολλών βαλκανικών χωρών και δημιούργησε τριγμούς σε θεμέλια πολιτικών συστημάτων, εκδόθηκε την Παρασκευή στη Σερβία από τις Ολλανδικές αρχές που τον είχαν συλλάβει πριν περίπου ένα χρόνο.
Η περίπτωσή του επανέφερε στο προσκήνιο δυσάρεστες αναμνήσεις από τις ακόλουθες περιπτώσεις, στοιχεία για τις οποίες "αντλήθηκαν" από δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής και επίσημες εκθέσεις οργανισμών, όπως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ήταν Ιούνιος του 1919, όταν ο Αμερικανός, ιταλικής καταγωγής, Τσαρλς Πόντσι (Charles Ponzi) διαμόρφωσε μια νέα τάση γρήγορου και αδιαφανούς πλουτισμού, που κυριάρχησε σε διαφορετικά καθεστώτα και οικονομίες σε πολλές χώρες του κόσμου με πολλές "εκφάνσεις": οι "πυραμίδες" που κατέστρεψαν οικονομίες, όπως της Αλβανίας, της Ρουμανίας, της ΠΓΔΜ και άλλων χωρών ή αλλιώς τα αποκαλούμενα "ponzi schemes" δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά από την απάτη, που εισήγαγε στην αγορά ο Τσαρλς Πόντσι, πείθοντας το κοινό να "επενδύσει" σε εταιρίες - φαντάσματα, οι οποίες αποδίδουν τεράστια κέρδη.
Ο Πόντσι έπεισε κάποιους να επενδύσουν ό,τι ποσό ήθελαν σ' αυτόν, με τη δέσμευση ότι θα είχαν κέρδος 50% επί του ποσού που είχαν επενδύσει κάθε 90 ημέρες. Πλήρωνε τους πρώτους με τα λεφτά που έβαζαν όσοι εισέρχονταν σ' αυτή την "πυραμίδα", με αποτέλεσμα να πεισθούν όλοι ότι είναι μια κερδοφόρος επένδυση. Το σχήμα κατάρρευσε τον Αύγουστο του 1920, έπειτα από δημοσίευμα της εφημερίδας "Boston Globe". Μέχρι τότε, ο Πόντσι έπαιρνε περίπου 200.000 δολάρια την ημέρα! από "επενδυτές" που προσπαθούσαν να ανέβουν στο "τρένο" των κερδών.
Ρουμανία
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των ponzi schemes στη Ρουμανία ήταν η περίπτωση της Caritas, στην οποία ήταν αναμεμειγμένο το 20% του πληθυσμού. Η Caritas, την οποία ίδρυσε - στη Ρουμανία - ο Ιοαν Στόιτσα, το 1992, ως ΕΠΕ και με κεφάλαιο 100.000 λέι - υπόσχονταν στο κοινό 800% κέρδη σε έξι μήνες. Την περίοδο 1990-1994, η χώρα "έζησε" τον πυρετό των σχημάτων, με περίπου 600 διαφορετικά τέτοια σχήματα.
Αρχικά, μόνο οι κάτοικοι της Κλουζ μπορούσαν να κάνουν καταθέσεις και στη συνέχεια, έκαναν καταθέσεις στο όνομά τους για φίλους ή συγγενείς, με αποτέλεσμα, ο περιορισμός να καταργηθεί.
Η Caritas, συστάθηκε - όπως είχε δηλώσει ο ιδρυτής της - για να βοηθήσει τους Ρουμάνους πολίτες να "σταθούν στα πόδια τους" στη διάρκεια της μετάβασης της οικονομίας στον καπιταλισμό. Η Caritas, δέχθηκε τη βοήθεια του δημάρχου της Κλουζ Γκεόργκε Φούναρ, ο οποίος, όχι μόνο προστάτευσε την εταιρία από "επιθέσεις" των μέσων ενημέρωσης, αλλά και της παρείχε χώρο για ενοικίαση.
Το μέγεθος του σχήματος βρίσκεται ακόμη και σήμερα υπό αμφισβήτηση, καθώς οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των καταθετών ποικίλουν και "τοποθετούν" τον αριθμό από δύο μέχρι οκτώ εκατομμύρια πολίτες. Τραπεζίτες εκτιμούσαν πως περίπου το 50% του ρουμανικού πληθυσμού εμπλέκονταν στο σχήμα. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Μούγκουρ Ισαρέσκου είχε δηλώσει πως το σχήμα "απορρόφησε" το 1/3 του συνόλου των καταθέσεων των Ρουμάνων πολιτών.
Σε δημοσιεύματα του ρουμανικού Τύπου, αλλά και σε δημοσίευμα των New York Times (Νοέμβριος 1993) αναφέρονταν εκτιμήσεις οικονομολόγων, σύμφωνα με τις οποίες η Caritas είχε μαζέψει ποσό που κυμαινόταν από ένα έως πέντε δισεκατομμύρια δολάρια.
Η ρουμανική κυβέρνηση απαγόρευσε τα ponzi schemes, έπειτα από την κατάρρευση της Caritas. Η κυβέρνηση έλαβε προειδοποιήσεις για το συγκεκριμένο σχήμα, από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των μυστικών υπηρεσιών, στις οποίες αναφερόταν ότι μόνο τους πέντε πρώτους μήνες του 1993, τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια άτομα είχαν επενδύσει στην Caritas. Εξάλλου, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας της Ρουμανίας, Ντάνιελ Νταίανου, είχε αποκαλέσει απάτη την περίπτωση της Caritas, το 1993.
Τα πρώτα σημάδια της κατάρρευσης της Caritas εμφανίστηκαν το φθινόπωρο του 1993, με το διεθνή και τον εγχώριο Τύπο να "προαναγγέλλει" την πτώση του ponzi scheme. Σε συνέντευξη Τύπου, τον Σεπτέμβριο του 1993, ο τότε πρόεδρος 'Ιον Ιλιέσκου προέβλεψε την πτώση της Caritas, λέγοντας πως ο κάθε ένας με στοιχειώδη εκπαίδευση θα μπορούσε να προβλέψει πως οτιδήποτε σου επιστρέφει οκταπλάσια κέρδη σε τρεις μήνες δεν μπορεί να έχει διάρκεια.
Στη ρουμανική Βουλή έγιναν συζητήσεις σχετικά με την απαγόρευση τέτοιων σχημάτων και σε εκπομπή της δημόσιας ρουμανικής τηλεόρασης αναφέρθηκε πως η Caritas ενδέχεται να έχει προβλήματα με το κράτος. Έπειτα από αυτό, η λειτουργία της Caritas διεκόπη για δύο ημέρες, με τη δικαιολογία της μη λειτουργίας των μηχανημάτων. Μάλιστα, επιχειρώντας να κατευνάσει τις φήμες της κατάρρευσης, ο Στόιτσα εμφανίστηκε σε κατάστημα της πόλης Κλουζ για να αγοράσει διάφορα προϊόντα.
Παρά το γεγονός ότι η Caritas άνοιξε νέα καταστήματα σε αρκετές πόλεις, απέτυχε να μαζέψει αρκετά χρήματα για να συνεχίσει τη δραστηριότητά της και δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τα χρήματα που έλαβε σε όσους έκαναν καταθέσεις έπειτα από τον Ιούλιο.
Τον Φεβρουάριο του 1994, ο Στόιτσα ισχυρίστηκε πως η Caritas δεν κατέρρευσε, απλώς αναδιοργανώνεται, αλλά σύντομα, ο ίδιος ανακοίνωσε προσωρινή παύση των δραστηριοτήτων του σχήματος, κατηγορώντας την κυβέρνηση που "παράνομα τον σταμάτησε από τη λειτουργία ενός νέου καταστήματος". Ο Στόιτσα ανακοίνωσε τους "τίτλους τέλους" για την Caritas στις 19 Μαίου του 1994, λέγοντας ότι ο ίδιος και το προσωπικό της εταιρίας θα βρουν τρόπο για να επιστραφούν τα χρήματα στους καταθέτες.
Το 1995, ο Στόιτσα καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Κλουζ σε ποινή κάθειρξης επτά ετών, αλλά εφεσίβαλλε την απόφαση και τη μείωσε σε δύο χρόνια. Στη συνέχεια, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και η ποινή τελικά μειώθηκε σε ενάμιση χρόνο. Ο Στόιτσα, αφού εκτέλεσε την ποινή του, αφέθηκε ελεύθερος στις 14 Ιουνίου 1996. Οι δίκες μεταξύ της Caritas και των καταθετών συνεχίστηκαν μέχρι το 2004.
Αλβανία
Στη διάρκεια του 1996-1997, η Αλβανία συνταράχθηκε από τη δραματική αύξηση και στη συνέχεια την κατάρρευση των οικονομικών σχημάτων των πυραμίδων. Το πρωτοφανές, για το μέγεθος της οικονομίας της Αλβανίας, φαινόμενο, είχε πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Στο αποκορύφωμα της "έξαρσης" του, το φαινόμενο των πυραμίδων αντιστοιχούσε περίπου στο 50% του ΑΕΠ της χώρας.
Περίπου τα 2/3 του συνόλου του πληθυσμού επένδυσαν σ' αυτά α σχήματα. Με τη "διάλυση" των σχημάτων, η κοινωνική ένταση οδήγησε σε πτώση της κυβέρνησης και σε επεισόδια που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 2.000 ατόμων, σύμφωνα με εκθέσεις διεθνών οργανισμών.
Ο οικονομολόγος του ΔΝΤ, Κρίστοφερ Γιάβρις, τον Μάρτιο του 2000, σε σχετική αναφορά του σημείωνε πως η εμφάνιση αυτών των σχημάτων μπορεί να συνδυαστεί με αρκετούς παράγοντες, όπως την ελλιπή γνώση του πληθυσμού για τις οικονομικές αγορές και λάθη των ιθυνόντων.
Όταν ξεκίνησε η περίοδος της μετάβασης της αλβανικής οικονομίας στην οικονομία της αγοράς, η Αλβανία ήταν μια από τις πιο φτωχές και απομονωμένες χώρες της Ευρώπης. Για πολλά χρόνια- σημειώνεται στην ίδια έκθεση- η Αλβανία ήταν μη προσβάσιμη για τους ξένους επενδυτές και από το 1945 έως το 1985 η απομόνωσή της ενισχύθηκε και από το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, το οποίο απέτρεπε κάθε μορφή ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Με την έλευση του 1991 και την έναρξη της μετάβασης της αλβανικής οικονομίας, η χώρα βρισκόταν ήδη σε μια απελπιστική κατάσταση, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να μη γνωρίζει βασικούς "κανόνες" λειτουργίας της αγοράς. Στην αγορά κυριαρχούσαν τρεις (κρατικές) τράπεζες, ελέγχοντας το 90% του συνόλου των καταθέσεων, ωστόσο, το μερίδιο των ακάλυπτων δανείων ήταν αρκετά μεγάλο.
Οι τράπεζες ήταν ανίκανες να ικανοποιήσουν τη ζήτηση του ιδιωτικού τομέα για πιστωτικά "εργαλεία" και έτσι δημιουργήθηκε μια ανεπίσημη πιστωτική αγορά, που βασιζόταν σε οικογενειακούς δεσμούς και χρηματοδοτούνταν από τα μεταναστευτικά εμβάσματα. Η μετεξέλιξη αυτών των σχημάτων, οδήγησε στη δημιουργία των πυραμίδων. Μάλιστα, το φαινόμενο ήταν τέτοιο που σχεδόν όλοι όσοι "επένδυαν" σ΄αυτά ,είχαν κέρδη από 10% έως 25% κάθε μήνα.
Με περίπου 400.000 πολίτες να δουλεύουν στο εξωτερικό (κυρίως στην Ιταλία και την Ελλάδα) και ένα ανερχόμενο ιδιωτικό τομέα, οι καταθέσεις ιδιωτών διαμορφώνονταν στο 15% του ΑΕΠ ή 350.000.000 δολάρια. Αυτές οι καταθέσεις, σε συνδυασμό με συνάλλαγμα από τους μετανάστες στο εξωτερικό έφτασαν περισσότερα από 600.000.000 δολάρια το 1995 και περισσότερα από 700.000.000 δολάρια το 1996.
Τον Οκτώβριο του 1996, το ΔΝΤ προειδοποίησε για τον κίνδυνο αυτών των σχημάτων, ωστόσο, δεν υπήρξε καμία αντίδραση από την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πέραν των κατηγοριών προς τη κυβέρνηση ότι χρησιμοποιούσε τα κέρδη από τις πυραμίδες.
Το φθινόπωρο του 1996, ακόμη και έπειτα από απόφαση της κεντρικής τράπεζας για την εξάλειψη των παράνομων σχημάτων, δεν υπήρξε στήριξη της κυβέρνησης και υπήρξαν καταγγελίες από κόμματα της αντιπολίτευσης ότι στη διάρκεια των εκλογών του 1996, αυτά τα σχήματα χρηματοδότησαν την προεκλογική εκστρατεία του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 1996 έκαναν την εμφάνισή τους δύο νέα σχήματα πυραμίδων τα "Τζαφέρι" και "Πόπουλι" στην Αλβανία, προσφέροντας στους "επενδυτές" επιτόκιο 12% έως 19% ανά μήνα.
Η εξάπλωση των πυραμίδων είχε οδυνηρά αποτελέσματα. Πρώτον, όλο και περισσότεροι καταθέτες "απορροφούνταν" από τη μανία που διακατείχε, σχεδόν, το σύνολο του πληθυσμού. Οι πυραμίδες "Τζαφέρι" και "Πόπουλι" είχαν περίπου 2 εκατομμύρια καταθέτες, σε μια χώρα με συνολικό πληθυσμό 3,5 εκατομμύρια πολίτες. Πολλοί πούλησαν τα σπίτια τους για να επενδύσουν σε αυτά τα σχήματα, αγρότες πούλησαν τα ζώα τους.
Τον Ιανουάριο 1997, το σχήμα "Μαλβάσια" κήρυξε χρεοκοπία με αποτέλεσμα, να δημιουργηθούν επεισόδια.
Η κυβέρνηση αντέδρασε τον ίδιο μήνα, θεσπίζοντας μια απόφαση, η οποία έθετε το ανώτερο όριο αναλήψεων από αυτά τα σχήματα σε 300.000 δολάρια την ημέρα. Αυτό εξαγρίωσε τα πλήθη, με αποτέλεσμα τη μεγάλη πορεία στα Τίρανα, στις 19 Ιανουαρίου 1997, οργανωμένη από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση προσπάθησε να την καταστείλει και καθώς οι διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις εξαπλώνονταν σε όλη τη χώρα, η κυβέρνηση κατηγόρησε την αντιπολίτευση και προχώρησε σε συλλήψεις, φυλακίσεις και πρόστιμα σε διαδηλωτές.
Μετά τα επεισόδια αυτά, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποσχεθεί την αποζημίωση των επενδυτών. Το πρόβλημα ήταν βέβαια ότι η κυβέρνηση πρόλαβε να κατασχέσει συνολικά 250.000.000 δολαρίων από τα διάφορα schemes, ενώ οι απώλειες εκείνη τη στιγμή σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς ξεπερνούσαν τα 1.000.000.000 δολάρια, σχεδόν 4 φορές τα αποθέματα του κράτους σε ξένο συνάλλαγμα.
Η κυβέρνηση έλαβε ορισμένα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονταν και η κίνησή της κατά των εταιριών. Τον Ιανουάριο του 1997, "πάγωσε" τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ιδρυτών των σχημάτων Τζαφέρι και Πόπουλι, που ανέρχονταν σε 250 εκ. δολάρια (στο 10% του αλβανικού ΑΕΠ). Από την πλευρά της, η κεντρική τράπεζα της Αλβανίας, με δική της παρέμβαση, περιόρισε το επίπεδο των καθημερινών αναλήψεων, επιχειρώντας να αποτρέψει άλλα σχήματα - πυραμίδες να αδειάσουν τους λογαριασμούς τους. Τον Φεβρουάριο, το αλβανικό Κοινοβούλιο πέρασε ένα νομοσχέδιο, με το οποίο απαγορεύονταν τα σχήματα - πυραμίδες, ωστόσο δεν τα συγκεκριμενοποιούσε.
Το αλβανικό νόμισμα, λεκ, έχασε 40%της αξίας του στη μαύρη αγορά συναλλάγματος και μέχρι τον Μάρτιο του 1997, το χάος επικρατούσε στην Αλβανία, με την κυβέρνηση να εμφανίζεται ανήμπορη να δώσει λύσεις. Στο νότο της χώρας, η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραιτηθεί και προκηρύχθηκαν κοινοβουλευτικές εκλογές στο τέλος του Ιουνίου.
Σε μελέτες για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις των σχημάτων πυραμίδων στην οικονομία της Αλβανίας επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, πως πέρα από την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων, την εκτόξευση της ανεργίας σε διψήφια ποσοστά (έως και 40% το 1997), υπήρξε και υποτίμηση του αλβανικού νομίσματος.
ΠΓΔΜ
Το 1997 κατέρρευσε το ponzi scheme ΤΑΤ, με έδρα τη Μπίτολα (Μοναστήρι). Η κατάρρευσή του κόστιζε 80 εκατομμύρια δολάρια σε 30.000 άτομα που επένδυσαν σε αυτό. Με την κατάρρευση του σχήματος, έγιναν συλλήψεις του ιδιοκτήτη της εταιρίας, του διευθυντή της εθνικής τράπεζας, ενώ ο υπουργός Ανασυγκρότησης Γιόργκο Σούντοβσκι αρνήθηκε τις κατηγορίες ότι παραιτήθηκε λόγω ανάμειξής του στο σκάνδαλο.
Ο δήμαρχος της Μπίτολα, Σμίλιαν Μίτσεβσκι και η σύζυγός του συνελήφθησαν γιατί βοήθησαν την μεταφορά ποσών χρημάτων από δημόσιες και άλλες πηγές στην ΤΑΤ για να μην καταρρεύσει το σχήμα.
Ο τότε πρωθυπουργός, Μπράνκο Τσερβένκοφσκι υποσχέθηκε να καταπολεμήσει το έγκλημα και τη διαφθορά και σ' αυτό το πλαίσιο αποφασίστηκαν μερικές αποζημιώσεις στα θύματα των σχημάτων και δικαστικές διαδικασίες εναντίον των άμεσα αναμεμειγμένων στην απάτη.
Το Μάιο του 1997, χιλιάδες άτομα διαδήλωσαν στην πόλη Μπίτολα, απαιτώντας ολική αποζημίωση.